Écoutent στα ελληνικά
Μετάφραση: écoutent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attachai στα ελληνικά - δεμένα, δεμένο, συνδέεται, συνδεδεμένη, δεσμευμένο
- boire στα ελληνικά - ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
- calculée στα ελληνικά - υπολογίζεται, υπολογίστηκε, υπολογιστεί, υπολογίζονται, που υπολογίζεται
- compensant στα ελληνικά - συμψηφισμός, συμψηφισμό, αντιστάθμιση, συμψηφισμού, αντιστάθμισης
Τυχαίες λέξεις
Écoutent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε