Λέξη: προσωπείο
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο αρχαίο θέατρο, προσωπείο του αγαμέμνονα, προσωπείο στο αρχαίο θέατρο, προσωπείο ετυμολογια, προσωπείο ορισμός
Συνώνυμα: προσωπείο
μάσκα, προσωπίδα
Μεταφράσεις: προσωπείο
προσωπείο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mask, facade, façade, facies, guise
προσωπείο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
máscara, mascarilla, carátula, enmascarar, careta, ocultar, la máscara, máscara de
προσωπείο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mummenschanz, maskieren, maskerade, maskenspiel, maske, Maske, verdecken, zu maskieren
προσωπείο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
receler, mascarade, frime, masquer, masque, couvrir, camoufler, cacher, dérober, dissimuler, masquer les, masquer des, de masquer
προσωπείο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mascherare, maschera, mascherina, nascondere, mask
προσωπείο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar
προσωπείο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewimpelen, bemantelen, masker, mombakkes, mom, maskeren, te maskeren, verhullen, verbergen
προσωπείο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
личина, замаскироваться, маска, припрятать, припрятывать, притвориться, притворяться, противогаз, утаивать, прикинуться, утаить, маскироваться, вывеска, маскировать, прикидываться, скрывать, замаскировать, маски, маску
προσωπείο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maske, ansiktsmaske, maskere, skjule, mask
προσωπείο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maskera, mask, dölja, maskerar, döljer
προσωπείο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naamioida, naamio, naamari, veruke, peittää, maski, peittämään
προσωπείο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
maskere, maske, skjule, mask, afmaske
προσωπείο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
maska, skrýt, maskovat, škraboška, přetvářka, zamaskovat, masku, maskování
προσωπείο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maszkaron, zamaskować, matryca, ukrywać, maskowanie, pretekst, ekstraktor, maskować, kryć, pozór, maska, maseczka, maskowania
προσωπείο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
álarc, kibúvó, maszk, maszka, maszkot, elfedik, elfedheti, mask
προσωπείο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maske, maskesi, maskelemek, maskeleyebilir, mask
προσωπείο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змішаний, ключка, маска
προσωπείο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maskë, maskuar, të maskuar, maskojnë, mask
προσωπείο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира
προσωπείο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маска
προσωπείο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maskeerima, mask, varjama, varjata, maskeerida, varjamiseks, maskeerimiseks
προσωπείο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maska, kriti, zakrabuljiti, maske, prikriti, maskirati, maskira, maskiraju
προσωπείο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gríma, dulið, hylja, falið, mask
προσωπείο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaukė, maskuoti, paslėpti, užmaskuoti, slėpti
προσωπείο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maska, maskēt, masku, maskētu, slēpt
προσωπείο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маскираат, маска, маскира, ги маскираат, се маскираат
προσωπείο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mască, masca, a masca, mascheze, maschează, masca de
προσωπείο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maska, masko, prikrivajo, prikrije, prikrijejo
προσωπείο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maska, masku
Τυχαίες λέξεις