Épiler στα ελληνικά

Μετάφραση: épiler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλλιά, μαδώ, τρίχα, tweeze
Épiler στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accostée στα ελληνικά - πλησίασε, συνάντησε, accosted, τιμές βομβαρδίζονται, τις τιμές βομβαρδίζονται
  • accrochée στα ελληνικά - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
  • avalent στα ελληνικά - χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
  • chaufour στα ελληνικά - Chaufour
Τυχαίες λέξεις
Épiler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλλιά, μαδώ, τρίχα, tweeze