Λέξη: αναιρώ

Σχετικές λέξεις: αναιρώ

αναιρώ κλιση, αναιρώ english, αναιρώ συνώνυμα, αναιρώ μετάφραση

Συνώνυμα: αναιρώ

ακυρώ, καταργώ, καταβάλλω, συντρίβω, ξελέγω, αρνούμαι, παλινωδώ, αποκηρύσσω, ανασκευάζω, αντικρούω, διαψεύδω, ανακαλώ, αντιστρέφω

Μεταφράσεις: αναιρώ

αναιρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rescind, refute, recant, confute, quash

αναιρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desmentir, confutar, refutar, retractar, renunciar, retractarse, retractarse de, abjurar

αναιρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
widerrufen, Widerruf, zu widerrufen, abzuschwören, recant

αναιρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
casser, annihiler, abroger, infirmer, démentir, rétracter, annuler, invalider, réfutent, réfutons, désavouer, nier, réfuter, révoquer, contremander, décommander, abjurer, se rétracter, renier, recant

αναιρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confutare, ritrattare, abiurare, rinnegare, ritrattare le, recant

αναιρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recusar, refutar, rescindir, impugnar, rebater, reler, recusa, desdizer, renegar, abjurar, se retratar

αναιρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerleggen, herroepen, te herroepen, recant, herroepen van

αναιρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упразднять, аннулировать, опровергнуть, упразднить, опровергать, отменять, расторгать, отменить, отрекаться, отречься, отречься от, покаяться, отречется

αναιρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frasi, recant, fornekte, avsverge, avsvergelse

αναιρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsvärja, återkalla, ta tillbaka, avsäga, avsäga sig

αναιρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumota, poistaa, peruuttaa, luopua, perua, peruuttaa väitteensä, recant, peruuttaa sanansa

αναιρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsværge, tilbagekalde, recant, sine ord tilbage, tage sine ord tilbage

αναιρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popřít, anulovat, zrušit, vyvrátit, odvolat, zřekl, se zřekl, odvolal, zřeknout

αναιρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
unieważniać, odpierać, odwoływać, odwołać, obalić, sprostować, zaprzeczyć, unieważnić, wyrzec się, recant, wyrzec, odwołał

αναιρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtagad állítást, visszavon állítást, vonja vissza, visszavonni, tagadták

αναιρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalanlamak, caymak, vazgeçmek, sözünü geri, recant, vazgeçip

αναιρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перепродаж, спростування, відрікатися, зрікатися, відмовлятися, отрекаться, відрікатись

αναιρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheq mbrapsht, lexonte, mohonte

αναιρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отрекат, отрече, се отрече, отрекат от, се отрекат

αναιρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зракацца, адракацца, выракацца, адмаўляцца

αναιρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Keelata, lahti ütlema, Tühistab, Tühistada sõnad avalikult, seisukohtadest lahti ütlema

αναιρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oboriti, poricati, poništiti, opozvati, pobijati, oporeći, odricati, odricati se, odricanje

αναιρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
recant

αναιρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšaukti, atsižadėti, Atsisakyti, išsižadėti, Atsisakyti savo nuomonės

αναιρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atteikties

αναιρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
recant

αναιρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezice, retracteze, se dezice, renege, dezică

αναιρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oporeći, preklical, recant

αναιρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvolať, zrušiť, odvolať sa, odvolanie, odvolávať
Τυχαίες λέξεις