Λέξη: ποινικός
Σχετικές λέξεις: ποινικός
ποινικός κώδικας άρθρο 315, ποινικός κώδικας στα αγγλικά, ποινικός κώδικας 2014, ποινικός νόμος 1834, ποινικός κώδικας άρθρο 370α, ποινικός κώδικας ειδικό μέρος, ποινικός κώδικας, ποινικός κώδικας 2012, ποινικός κώδικας 2013, ποινικός κώδικας ανθρωποκτονία
Συνώνυμα: ποινικός
εγκληματικός, κακούργος
Μεταφράσεις: ποινικός
ποινικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
penal, criminal
ποινικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penal, penales, penal de, penitenciario
ποινικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strafrechtlich, strafbar, Straf, strafrechtlichen, strafrechtliche, Strafvollzug
ποινικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
criminel, punissable, pénal, pénale, pénal en, pénales, pénitentiaire
ποινικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
penale, penali
ποινικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penal, penais
ποινικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf-, straf, strafbaar, strafrechtelijke, strafrechtelijk
ποινικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карательный, каторжный, криминальный, штрафной, уголовный, Уголовном, уголовное, уголовно
ποινικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Straffe, strafferettslig, straffeloven, straffebud, straff
ποινικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straff, kriminalvårds, straffrättsliga, brotts, straffrättslig
ποινικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rangaistava, rangaistuksellinen, rikos-, rikosoikeudellisten, rikosoikeudellisia, rikosoikeudelliset, rikosoikeudellisen
ποινικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
straffelov, strafferetlige, strafferetlig, straffelovgivning, strafbart
ποινικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trestný, trestní, Penal, trestního, trestanecká, represivní
ποινικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karny, penitencjarny, karalny, karnego, karne, karna, karnej
ποινικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
büntető, büntetőjogi, küzdelem büntetőjogi, a büntető
ποινικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ceza, cezai, Türk Ceza, ceza infaz
ποινικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кримінальний, штрафний, карний, каральний, Кримінального, Кримінальним
ποινικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
penal, penale, ndëshkuese, penal të
ποινικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказателен, Наказателния, наказателното, наказателно
ποινικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крымінальны
ποινικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karistatav, karistus-, karistusseadustiku, karistusõiguslikku, karistusõiguse, kriminaal-
ποινικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
robijaški, kažnjiv, kazneno, krivični, kazneni, kaznenopravni, kaznena, kaznenog
ποινικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsi, dráttarvexti, til refsi
ποινικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baudžiamasis, baudžiamosios, baudžiamoji, Bausmių vykdymo, baudžiamosios teisės
ποινικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
soda, sodu, krimināltiesību, sodīšanas, soda izciešanas
ποινικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
казнената, казнените, казнена, казнен, казнени
ποινικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
penal, penală, penale, penala, pen
ποινικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazenski, kazenske, kazensko, kazenska, kazenskega
ποινικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trestní, trestný, trestné, trestnej, trestného, trestnoprávne
Στατιστικά δημοτικότητας: ποινικός
Τυχαίες λέξεις