Étancher στα ελληνικά
Μετάφραση: étancher, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, παρακωλύω, στείρα, φραγμός, σβήνω, σφίγγω, κωλυσιεργώ, καλαφατίζω, στηρίγματα, μίσχος, σβησμένος, θραύονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aptitude στα ελληνικά - τάση, δώρο, πρόκριση, ικανότητα, ροπή, χωρητικότητα, κατάλληλος, ...
- assistons στα ελληνικά - βοηθώ, βλέπουμε, βλέποντας, να δει, βλέπει, δει
- barbelé στα ελληνικά - ευερέθιστος, δύσκολος, ακανθώδης, αγκαθωτό, αγκαθωτά, οδοντωτό, ακιδωτό, ...
- commercialisée στα ελληνικά - πωλούνται, πωλείται, που πωλούνται, πωληθεί, πωλήθηκαν
Τυχαίες λέξεις
Étancher στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, παρακωλύω, στείρα, φραγμός, σβήνω, σφίγγω, κωλυσιεργώ, καλαφατίζω, στηρίγματα, μίσχος, σβησμένος, θραύονται
Μεταφράσεις: στέλεχος, παρακωλύω, στείρα, φραγμός, σβήνω, σφίγγω, κωλυσιεργώ, καλαφατίζω, στηρίγματα, μίσχος, σβησμένος, θραύονται