Λέξη: ευημερία
Σχετικές λέξεις: ευημερία
ευημερία ορισμός, ευημερία τι σημαινει, ευημερία αντώνυμο, ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας, ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ευημερία ετυμολογία, ευημερία αντίθετο, ευημερία συνώνυμα, ευημερία λεξικό, ευημερία των ζώων
Συνώνυμα: ευημερία
ευτυχία, μώλωπας, βουρδουλιά, ξυλιά, ίχνος μαστιγώσεως, ράβδωση, καλό, αγαθοεργία, ακμή, ανθηρότητα, ευπορία, ευεξία
Μεταφράσεις: ευημερία
ευημερία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prosperity, welfare, wellbeing, being
ευημερία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prosperidad, la prosperidad, bienestar, prosperidad de, de prosperidad
ευημερία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfolg, wohlstand, prosperität, Wohlstand, Wohlstands, Prosperität, Wohlstandes
ευημερία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aisance, bonheur, réussite, prospérité, succès, la prospérité, de prospérité, de la prospérité, une prospérité
ευημερία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prosperità, la prosperità, benessere, della prosperità, di prosperità
ευημερία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucesso, prosperar, prosperidade, a prosperidade, da prosperidade, de prosperidade, riqueza
ευημερία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, welvaart te
ευημερία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благосостояние, состоятельность, достаток, благополучие, просперити, преуспевание, благоденствие, успех, процветание, обеспеченность, зажиточность, процветания, процветанию
ευημερία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velstand, fremgang, velstands, velstanden, velferd
ευημερία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välgång, välstånd, framgång, medgång, välståndet, välfärd, välfärden
ευημερία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvinvointi, vauraus, menestys, vaurauden, hyvinvoinnin, vaurautta, hyvinvointia
ευημερία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
velstand, fremgang, velfærd, velstanden
ευημερία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prosperita, zdar, úspěch, blahobyt, prosperity, prosperitu, prosperitě
ευημερία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koniunktura, pomyślność, dostatek, powodzenie, dobrobyt, dobrobytu, zamożność
ευημερία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prosperálás, konjunktúra, jólét, a jólét, jólétet, prosperitás, jóléte
ευημερία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
refah, refahı, refahın, zenginlik, refahının
ευημερία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
процвітання
ευημερία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirëqenie, prosperiteti, prosperitetit, begatia, prosperiteti i
ευημερία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
просперитет, благоденствие, благополучие, просперитета, благоденствието
ευημερία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
росквіт, працвітанне, дабрабыт, росквіту, працьвітаньне
ευημερία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heaolu, jõukuse, jõukust, õitsengu, jõukus
ευημερία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uspijevati, napredovati, prosperitet, blagostanje, napredak, prosperiteta, blagostanja
ευημερία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagsæld, velmegun, velsæld, farsæld, velgengni
ευημερία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gerovė, klestėjimas, gerovę, gerovės, klestėjimą
ευημερία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labklājība, labklājību, labklājības, labklājībai, uzplaukums
ευημερία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
просперитет, просперитетот, благосостојба, благосостојбата, напредок
ευημερία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prosperitate, prosperitatea, prosperității, a prosperității, de prosperitate
ευημερία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blaginja, blaginje, blaginjo, blaginji, razcvet
ευημερία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prosperita, blahobyt, prosperity, prosperitu