Λέξη: φύση
Σχετικές λέξεις: φύση
φύση συνώνυμα, φύση και θέση, φύση αποφθέγματα, φύση προσωρινής διαταγής, φύση εικόνες, φύση και άνθρωπος, φύση μέτρησης μεταβλητής, φύση και ρομαντισμός, φύση 2000, φύση του φωτός, γεύσεις στη φύση, συνταγές στη φύση
Συνώνυμα: φύση
νόημα, πορεία, σκοπός, τένορος, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα
Μεταφράσεις: φύση
φύση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nature, nature of, the nature, life, type
φύση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
género, genio, temperamento, naturaleza, la naturaleza, carácter, cubo, natural
φύση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemütsart, naturell, beschaffenheit, gemütsanlage, gemüt, sinnesart, natur, Natur, Art, der Natur, die Natur
φύση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essence, complexion, genre, type, tempérament, nature, caractère, espèce, naturel, sorte, la nature, de nature
φύση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indole, natura, carattere, la natura, nave, naturale
φύση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
naturalmente, carácter, natureza, nave, a natureza, da natureza
φύση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aard, natuur, karakter, wezen, geaardheid, nave, de natuur
φύση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сущность, элементарность, сорт, род, организм, тип, нрав, естественность, характер, природа, естество, натура, класс, природы, характера, природу
φύση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
natur, naturen, art, karakter
φύση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beskaffenhet, natur, naturen, karaktär, art
φύση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luonto, luonne, laatu, olemus, luonteeltaan, luonteen, luonteesta
φύση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
karakter, naturen, natur, art, arten
φύση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ráz, povaha, přírodní, přirozenost, podstata, druh, vlastnost, příroda, přírodě, přírody
φύση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usposobienie, rodzaj, charakter, jestestwo, typ, osobowość, pierwotność, przyroda, natura, przyrody
φύση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sajátosság, természet, jellegét, természetét, természete, jellegére
φύση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tabiat, doğa, Nature, doğası, niteliği, doğal
φύση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суттєвість, клас, вмерти, тип, організм, сутність, природа
φύση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
natyrë, natyra, natyrën, natyrës, natyra e
φύση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
природа, характер, естество, същност, природата
φύση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковасьць, прырода, Астатняе
φύση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laad, loomus, iseloom, loodus, olemus, laadi, olemuse
φύση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prirode, opseg, naravi, prirodni, priroda, prirodu, prirodi, narav
φύση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eðli, Náttúra, íláts, Gerð íláts, náttúran
φύση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
natura, ingenium, animus
φύση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prigimtis, natūra, gamta, pobūdis, pobūdį, pobūdžio, gamtos
φύση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daba, raksturs, dabas, raksturu, veids
φύση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
природа, природата, карактер, на природата
φύση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
natură, fire, natura, naturii, caracter, de natură
φύση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narava, naravo, narave, naravi, značaj
φύση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podstata, povaha, príroda