Accélérateur στα ελληνικά
Μετάφραση: accélérateur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλο, βενζίνη, πιστόλι, καραμπίνα, αέριο, επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, επιτάχυνσης, γκάζι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accélérai στα ελληνικά - επιταχύνθηκε, επιταχυνθεί, ταχείς, με ταχείς, επιτάχυνε
- accélérant στα ελληνικά - επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, επιτάχυνση της, επιτάχυνση των
- accélération στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- accélérer στα ελληνικά - επισπεύδω, ταχύτητα, φόρα, ορμή, βιασύνη, προκαταβάλλω, πρόοδος, ...
Τυχαίες λέξεις
Accélérateur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλο, βενζίνη, πιστόλι, καραμπίνα, αέριο, επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, επιτάχυνσης, γκάζι
Μεταφράσεις: όπλο, βενζίνη, πιστόλι, καραμπίνα, αέριο, επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, επιτάχυνσης, γκάζι