Πιστόλι στα γαλλικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arme, fusil, rigolo, accélérateur, engin, canon, carabine, pistolet, as, gun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας γαλλικά, πιστόλι στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα γαλλικά - légaliser, accuser, constater, attester, témoignage, assurer, prouver, ...
- πιστωτής στα γαλλικά - créditeur, croyant, créancier, créanciers, prêteur, créancière
- πιστόνι στα γαλλικά - piston, pistons, piston de, le piston, à piston
- πιστός στα γαλλικά - strict, patriotique, ponctuel, exact, ingénu, juste, franc, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: arme, fusil, rigolo, accélérateur, engin, canon, carabine, pistolet, as, gun
Μεταφράσεις: arme, fusil, rigolo, accélérateur, engin, canon, carabine, pistolet, as, gun