Accomplissent στα ελληνικά
Μετάφραση: accomplissent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφέρω, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Μεταφράσεις
- accomplissement στα ελληνικά - απαλλαγή, πραγματοποίηση, διενέργεια, συμμόρφωση, εκτέλεση, επίτευξη, λήξη, ...
- accomplissements στα ελληνικά - επιτεύγματα, τα επιτεύγματα, επιτευγμάτων, επιτυχίες, επιτεύγματά
- accomplissez στα ελληνικά - καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, ...
- accomplissons στα ελληνικά - καταφέρω, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Accomplissent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφέρω, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Μεταφράσεις: καταφέρω, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση