Λέξη: κουφός

Σχετικές λέξεις: κουφός

κουφός υλικά οικοδομών, κουφός οικοδομικά υλικά, κουφός nba, κουφός basketball, κουφός νικόλαος, κουφός είσαι ρε δεν ακούς, κουφόσ βάτραχοσ, κουφός ελευθέριος, κουφός εθνική, κουφός κώστας

Συνώνυμα: κουφός

κωφός

Μεταφράσεις: κουφός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deaf, deaf man
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sordo, sordos, Internet en, sorda, a Internet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
taub, Gehörlose, taube, tauben, gehörlosen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sourd, sourds, chambre, sourde, sourdes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sordo, non udenti, sordi, udenti, sorda
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mortal, surdo, surdos, surda, deficientes auditivos, surdas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doof, doven, dove, of aanduidingen in reliëf, aanduidingen in reliëf
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глуховатый, глухой, глухим, глухие, глухих, глух
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
døv, døve, døve i, rullestolbrukere, null
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
döv, döva, hörselskadade, hörselskadade i, dövt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuuro, huoneet, kuuroille, kuurojen, kuurot
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
døv, døve, gangbesværede, det døve
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hluchý, neslyšící, hluší, hluchá, hluché
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głuchy, głusi, głuche, deaf, głucha
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
süket, siket, siketek, süketek, deaf szállodái
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağır, işitme engelli, işitme, sağırlar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глухої, глухуватий, глухій, глухий, глухою, глухому
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shurdhër, shurdhër, të shurdhër, shurdhët, shurdhërit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глух, глухи, глуха, глухите, глухо
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глухi, глухі, глухой, глухім, глухая, глухога
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurt, vaegkuuljatele, kurtide, kurtidele, kurdid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gluh, gluhi, gluha, gluhe, gluho
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
daufur, heyrnarlaus, heyrnarlausir, heyrnarlausra, daufir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurčias, kurčiųjų, kurtieji, kurčia, kurtiesiems
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurls, nedzirdīgs, kurli, nedzirdīgi, kurla
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
глуви, глув, глуво, глувите, глува
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
surd, surzi, surdă, surde, surdo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gluh, gluhi, gluha, gluhih, gluhe
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hluchý, hluchým
Τυχαίες λέξεις