Λέξη: αμοιβάδα

Σχετικές λέξεις: αμοιβάδα

αμοιβάδα αναπαραγωγή, αμοιβάδα naegleria fowleri, ιστολυτική αμοιβάδα, αμοιβάδα wiki, αμοιβάδα english

Μεταφράσεις: αμοιβάδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amoeba, ameba, the amoeba, an amoeba
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ameba, amiba, amebas, la ameba, amoeba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amöbe, Amöbe, Amöben, amoeba, amöben, Amoebe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amibe, amibes, amoeba, l'amibe, les amibes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ameba, un'ameba, amebe, amoeba, dell'ameba
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ameba, amoeba, amiba, amebas, a ameba
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amoebe, Amoeba, amoeben, de Amoebe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амеба, амёба, амебы, амёбы, амебу
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amøbe, amoeba, amøber, amøben
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amöba, amoeba, amöban, amöbor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ameeba, ameba, Amebat, amoeba, ameebasta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
amøbe, amøber, amøben, sig amøbe
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
měňavka, améba, Amoeba, Měňavka, améby
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ameba, pełzak, ameby, amoeba, pełzaków
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véglény, amőba, amőbát, amoeba
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amip, amoeba, amiplerin, amipler, amipler dış
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амеба, бактерія
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
amebë, Amoeba, Amoeba në, e Amoeba
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амеба, амебата, амеби
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амёба, бактэрыя, амеба, амебы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amööb, amööbid, amööbide, amööbi, amööbikultuuride
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ameba
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Amoeba
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ameba, amoeba, amebos, Pełzak
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
amēba, amoeba
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
амеба
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amibă, amoeba, amiba, amoebă, amibe
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
améba, amebe, ameb, Amoeba
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
améba, améby
Τυχαίες λέξεις