Accoupler στα ελληνικά

Μετάφραση: accoupler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, γραβάτα, ενσωματώνω, συνδυάζω, σύνθετος, αλληλοσυνδέω, κατατάσσομαι, δένω, επιδεινώνω, συγχωνεύομαι, συγχωνεύω, συνέταιρος, κρίκος, συνδέω, συσχετίζω, συνενώνω, σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
Accoupler στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accouplement στα ελληνικά - απομόνωση, αρπάζω, συνουσία, γύρος, κύκλωμα, κλώσημα, σύνδεση, ...
  • accouplent στα ελληνικά - συνδέω, σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
  • accouplez στα ελληνικά - συνδέω
  • accouplons στα ελληνικά - συνδέω
Τυχαίες λέξεις
Accoupler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, γραβάτα, ενσωματώνω, συνδυάζω, σύνθετος, αλληλοσυνδέω, κατατάσσομαι, δένω, επιδεινώνω, συγχωνεύομαι, συγχωνεύω, συνέταιρος, κρίκος, συνδέω, συσχετίζω, συνενώνω, σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου