Λέξη: κατάρρευση

Σχετικές λέξεις: κατάρρευση

κατάρρευση συνώνυμο, κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, κατάρρευση κυματοσυνάρτησης, κατάρρευση τησ lehman brothers, κατάρρευση εσσδ, κατάρρευση του ευρω, κατάρρευση lehman brothers, κατάρρευση ολαιταν, κατάρρευση jared diamond

Συνώνυμα: κατάρρευση

πανωλεθρία, διάλυση στρατού, ξαφνική καταστροφή, πτώση, λιποθυμία, ανάλυση, βλάβη, σπάσιμο

Μεταφράσεις: κατάρρευση

κατάρρευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
debacle, collapse, breakdown, collapse of, the collapse, collapsing

κατάρρευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derrota, desastre, colapso, derrumbamiento, derrumbe, caída, hundimiento

κατάρρευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
katastrophe, debakel, Zusammenbruch, Einbruch, Kollaps, Einsturz, Zusammenbruchs

κατάρρευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calamité, désastre, débâcle, catastrophe, effondrement, l'effondrement, écroulement, faillite, collapsus

κατάρρευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crollo, Collapse, collasso, Riduci, caduta

κατάρρευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher

κατάρρευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ineenstorting, instorting, instorten, ineenstorten, collapse

κατάρρευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ледоход, дезорганизация, разгром, падение, ниспровержение, расстройство, крах, разлад, коллапс, распад, обвал, крушение

κατάρρευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kollaps, Lukk, skjul tekst, skjul, sammenbruddet

κατάρρευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kollaps, Collapse, kollapsen, sammanbrott, kollapsar

κατάρρευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
romahdus, romahtaa, romahtaminen, romahduksen, romahtamisen

κατάρρευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet

κατάρρευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
debakl, katastrofa, kolaps, zhroucení, sbalit, kolapsu, pád

κατάρρευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klęska, pozbawiać, upadek, rozpad, krach, załamanie, Skróć tekst

κατάρρευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iszapomlás, jégzajlás, összeomlás, összeomlása, összeomlását, összeomlásának, összeomlott

κατάρρευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çöküş, çöküşü, çökme, kollaps, çöküntü

κατάρρευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
падіння, розгром, повалення, колапс, колапсу

κατάρρευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shembje, kolaps, rënia, kolapsi, shembja

κατάρρευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колапс, срив, крах, срутване, колапса

κατάρρευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калапс, каляпс

κατάρρευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jääminek, häving, läbikukkumine, kokkuvarisemine, kollaps, kokkuvarisemist, kokkuvarisemise, kollapsi

κατάρρευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propast, slom, kolaps, kolapsa, raspad, Propast

κατάρρευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fall, hrun, Bankahrun, hrynja, hruni

κατάρρευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žlugimas, kolapsas, sutraukti, žlugimo, griūties

κατάρρευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabrukums, COLLAPSE, sabrukumu, sabrukuma, sakļaut

κατάρρευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колапс, колапсот, падот, распадот, пропаѓањето

κατάρρευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colaps, colapsul, prăbușirea, colapsului, colapsare

κατάρρευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, propad, kolaps, strni, collapse, razpad

κατάρρευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, kolaps, kolapsu, zlyhanie

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάρρευση

Τυχαίες λέξεις