Λέξη: αναίσθητος

Σχετικές λέξεις: αναίσθητος

αναίσθητος άνθρωπος, αναίσθητος english, αναίσθητοσ συνώνυμα, αναίσθητος συνώνυμο

Συνώνυμα: αναίσθητος

τυλώδης, πωρωμένος, κάλος στο μυαλό, ροζιασμένος, σκληρός, ανόητος, παράλογος, σκληρόκαρδος, απαθής, άψυχος, άπνους, αγνοών, ασυνείδητος, αβνεπαράλογος, αδίστακτος, ψυχρόαιμος

Μεταφράσεις: αναίσθητος

αναίσθητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insensitive, unconscious, unfeeling, senseless, callous

αναίσθητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inconsciente, desmayado, insensible, inconscientes, inconciente

αναίσθητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besinnungslos, unbewusste, bewusstlos, unbewusst, ohnmächtig, unbewussten

αναίσθητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indifférent, inconscient, insensible, impassible, involontaire, ignorant, évanoui, inconsciente, inconscients, sans connaissance, connaissance

αναίσθητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inconsapevole, inconscio, incosciente, inconscia, dell'inconscio

αναίσθητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sujo, inconsciente, inconscientes

αναίσθητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbewust, bewusteloos, onbewuste, bewusteloze, bewustzijn

αναίσθητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несознательный, невольный, невосприимчивый, нечуткий, подсознание, неотзывчивый, бесчувственный, неосознаваемый, самопроизвольный, подсознательное, нечувствительный, неосознанный, непроизвольный, бессознательный, бессознательного, без сознания, бессознательное

αναίσθητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevisstløs, ubevisste, ubevisst, bevisstløse, bevissthet

αναίσθητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sanslös, medvetslös, omedvetna, omedveten, medvetslösa, omedvetet

αναίσθητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunnoton, tunteeton, tajuton, vasteeton, tiedoton, tiedostamaton, unconscious, tajuttomana, tajuttoman

αναίσθητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevidstløs, ubevidste, ubevidst, bevidstløse, bevidstløst

αναίσθητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lhostejný, necitlivý, necitelný, mimovolný, nevědomí, neúmyslný, nevědomý, neuvědomělý, v bezvědomí, bezvědomí, unconscious, do bezvědomí

αναίσθητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieprzytomny, nieczuły, niewrażliwy, nieświadomy, nietaktowny, nieświadomość, bezwiedny, przytomność, nieświadomości, nieprzytomna

αναίσθητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fásult, eszméletlenül, öntudatlan, tudattalan, eszméletlen, tudatalatti

αναίσθητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilinçsiz, bilinçdışı, şuursuz, baygın, bilinçaltı

αναίσθητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несвідомий, мимовільний, підсвідомість

αναίσθητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pandërgjegjshëm, pa ndjenja, pandërgjegjshëm, pandërgjegjshme, pa vetëdije

αναίσθητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
в безсъзнание, несъзнателен, безсъзнание, несъзнателно, несъзнавано

αναίσθητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
несвядомы

αναίσθητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alateadvus, teadvuseta, alateadvuslik, teadvusetu, alateadlik, Teadvusetule, on teadvuseta

αναίσθητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezosjećajan, neosjetljiv, nesvjestan, bez svijesti, nesvjesnog, nesvijesti, u nesvijesti

αναίσθητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðvitundarlaus, meðvitund, dulvitund, ómeðvitað, undirmeðvitund

αναίσθητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesąmoningas, be sąmonės, sąmonės, sąmonę, pasąmonės

αναίσθητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zaudējis samaņu, bezsamaņā, samaņu, bezsamaņa, bez samaņas

αναίσθητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несвест, несвесна, несвесното, несвесно, несвесен

αναίσθητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inconștient, inconștientă, inconstient, inconstienta, inconștiente

αναίσθητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nezavesten, nezavesti, nezavestna, nezavedno, Nezavestnega

αναίσθητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
necitlivý, v, na
Τυχαίες λέξεις