Accourcissement στα ελληνικά
Μετάφραση: accourcissement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accouplés στα ελληνικά - σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
- accourcir στα ελληνικά - συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
- accourent στα ελληνικά - σπεύδω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
- accourez στα ελληνικά - σπεύδω, επιταχύνει, επισπεύσει, σπεύδουν, να επιταχύνει
Τυχαίες λέξεις
Accourcissement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Μεταφράσεις: σύντμηση, σύνοψη, συντόμευση, βράχυνση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους