Λέξη: ακέραιος
Σχετικές λέξεις: ακέραιος
ακέραιος αριθμός, ακέραιοσ γραμμικόσ προγραμματισμόσ, ακέραιος χαρακτήρας, ακέραιος άνθρωπος, ακέραιος προγραμματισμός, ακέραιος συνώνυμα, ακέραιος προγραμματισμός και εφαρμογές, ακέραιος αριθμός στα αγγλικά, ακέραιος βικιλεξικο, ακέραιος αριθμός αγγλικά
Συνώνυμα: ακέραιος
όλος, ολόκληρος, ακομμάτιαστος, υγιής, άρτιος, ολοκληρωτικός, αναπόσπαστος, αδιαίρετος, αμέριστος
Μεταφράσεις: ακέραιος
ακέραιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
integral, whole, integer, an integer, integer of
ακέραιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entero, completo, integral, todo, totalidad, conjunto, toda, entera
ακέραιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
völlig, integral, ganze, integrierbar, eingebaut, ganz, insgesamt, gesund, vollständig, ganzen, gesamte, gesamten
ακέραιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sain, ensemble, totalité, totalement, total, intégral, entièrement, tout, complet, entier, complètement, absolu, intégrale, incorporé, toute, ensemble de
ακέραιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
integrale, completo, intero, tutto, tutta, intera, tutta la
ακέραιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
completamente, todo, quem, totalmente, inteiro, total, são, toda, inteira, totalidade
ακέραιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheel, volledig, gans, volkomen, vol, integraal, compleet, finaal, volslagen, ongeschonden, totaliter, onaangetast, totaal, voluit, helemaal, heel, hele, gehele, volledige
ακέραιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неснятой, вся, целое, нераздельный, интегральный, интеграл, существенный, полный, цельный, сплошной, целостный, неотъемлемый, непросеянный, целый, неразменный, весь, все, целом
ακέραιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helhet, hel, hele, fullstendig, helt
ακέραιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hel, hela, helhet, helt, sin helhet
ακέραιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
integraali, ehjä, olennainen, kokonaan, kokonaisuus, eheä, täysi, kerrassaan, kokonainen, aivan, ehyt, kaikki, koko, kokonaisuudessaan, kokonaisuutena
ακέραιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hel, hele, helhed, helt, samlede
ακέραιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soubor, celek, celý, ucelený, úplný, souhrn, integrální, všechno, celá, celé, celou
ακέραιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całość, całokształt, integralny, całkowy, cały, nierozdzielny, całka, całkowity, cała, całe, całości
ακέραιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógyult, ép, összeépített, integrál, begyógyult, egybeépített, egész, teljes, egészének, egésze, egészében
ακέραιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüm, bütün, tam, büsbütün, sağlam, tüm olarak
ακέραιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невідчутний, всі, все, усі, усе, весь
ακέραιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
e tërë, gjithë, i tërë, tërë, tërësi
ακέραιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цяло, цял, цялата, целия, цялото
ακέραιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усё, усе, ўсё, ўсе, ўвесь
ακέραιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
integraal, kogu, tervikuna, terve, terviku, täielikult
ακέραιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cijela, cijelom, potpun, integral, cijeli, cjelina, cjelovit, čitav, sav
ακέραιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjörvallur, heild, allt, allur, alla, allan
ακέραιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
universus
ακέραιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visa, visas, visą, visai, visuma
ακέραιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavisam, pilnīgi, veselais, viss, vesels, visa, veselas, visai
ακέραιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
целиот, целата, целина, целото, цела
ακέραιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tot, întreg, întreaga, întregul, ansamblu
ακέραιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
integrál, celoten, celotna, cele, cela, cel
ακέραιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úplný, celý, integrál, celého, celú, celé