Adjectival στα ελληνικά
Μετάφραση: adjectival, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθετικός, επιθέτου, επιθετικό προσδιορισμό, επιθετικός προσδιορισμός, επιθετικού από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjacent στα ελληνικά - παρακείμενος, προσκείμενος, κοντινός, διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, ...
- adjectif στα ελληνικά - επιθετικός, επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- adjoignant στα ελληνικά - προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, πρόσθεση
- adjoignent στα ελληνικά - ενοποιώ, συνενώνω, συνεφάπτομαι, συνέχομαι, γειτονεύω, συνορεύω, εφάπτονται
Τυχαίες λέξεις
Adjectival στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθετικός, επιθέτου, επιθετικό προσδιορισμό, επιθετικός προσδιορισμός, επιθετικού από
Μεταφράσεις: επιθετικός, επιθέτου, επιθετικό προσδιορισμό, επιθετικός προσδιορισμός, επιθετικού από