Λέξη: αποβάθρα

Σχετικές λέξεις: αποβάθρα

αποβάθρα ψαράδων, αποβάθρα σημασία, αποβάθρα english, αποβάθρα λάρνακας, αποβάθρα στα γαλλικά, ονειροκρίτης αποβάθρα, αποβάθρα λεμεσού, δυτική αποβάθρα, αποβάθρα ρουφ, αποβάθρα αγγλικά

Συνώνυμα: αποβάθρα

βάση γέφυρας, προκυμαία, προβλήτα, κυματοθραύστης, μαύρος ως γαγάτης, μώλος, ανάχωμα, λεβή, βασιλική ακρόαση, επίσημος υποδοχή, πρόσχωμα ποταμού, τροχιά, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος, ίχνος, πλατφόρμα, εξέδρα, πολιτικό πρόγραμμα

Μεταφράσεις: αποβάθρα

αποβάθρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pier, dock, quay, platform, wharf, jetty

αποβάθρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muelle, andén, embarcadero, desembarcadero, malecón, pilar, muelle de, el muelle, pier

αποβάθρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
uferstraße, docken, anklagebank, pier, kaje, kai, dock, pfeiler, brückenpfeiler, Pier, Anlegestelle, Seebrücke, Mole, Pfeiler

αποβάθρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embarcadère, déduire, rogner, estacade, môle, pilier, barrage, défalquer, débarcadère, quai, chaussée, banc, dock, digue, colonne, jetée, Pier

αποβάθρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diga, molo, pontile, pilastro, pier, molo di

αποβάθρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quartos, cais, doca, plataforma, móvel, prescindir, pier, píer, cais de, píer de

αποβάθρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanlegplaats, landingsplaats, pier, dok, wal, steiger, kade, perron, kaai, pijler, pijler van, de pier

αποβάθρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пристань, столб, устой, мол, эстакада, дамба, волнолом, обрубать, бык, дока, опора, простенок, волнорез, сокращать, стенка, пирс, причал, пирса

αποβάθρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dokk, brygge, bryggen, brygga, pir, pier

αποβάθρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pir, brygga, Pier, piren, bryggan

αποβάθρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lastauslaituri, häntäruoto, aallonmurtaja, tukirakenne, laituri, laivatelakka, laiturilla, pier, Laiturikalastus, laiturin

αποβάθρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kaj, perron, mole, pier, molen, finger, kajen

αποβάθρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkrátit, molo, přístaviště, dok, oklestit, loděnice, srazit, nábřeží, pilíř, lavice, hráz, Pier, mola, molu

αποβάθρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomost, dok, ława, dokować, molo, podogonie, przystań, filar, obcinać, potrącać, grobla, szczaw, nabrzeże, nadbrzeże, wał, pirs, pier, mola

αποβάθρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartóoszlop, hídpillér, cölöpépítmény, pillér, gyámoszlop, ívpillér, dokk, hídoszlop, ablakköz, támpillér, cölöpgát, falköz, móló, Pier, mólón, mólóról

αποβάθρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iskele, pier, rıhtım, iskelesi, bir iskele

αποβάθρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
докою, контрфорс, обрубувати, дока, стовп, тремтячий, бик, док, простінок, підвалина, пірс, Пирс

αποβάθρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mol, skelë, pier, valëpritës, skelë të

αποβάθρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кей, пристан, Pier, кея, стълб

αποβάθρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пірс, Пірс *

αποβάθρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sabaroots, silduma, dokk, kai, Pier, muuli, paadisild, sadamasild

αποβάθρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stup, kej, mol, brodogradilište, dok, rive, zid, mola, pristanište, nasip, lukobran, Pier, gata

αποβάθρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bryggja, bryggjan, PIER, bryggju, bryggjunni

αποβάθρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dokas, prieplauka, molas, pirsas, tauras, tiltas į jūrą

αποβάθρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
doks, piestātne, Pier, kuģu piestātne, mols, mola

αποβάθρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перона, столб, Пјер, крило, пристаништето

αποβάθρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chei, doc, dig, Pier, debarcader, debarcaderul

αποβάθρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dok, pomol, pier, pomola, pristan

αποβάθρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dok, mólo, pier, molo
Τυχαίες λέξεις