Aménité στα ελληνικά

Μετάφραση: aménité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγεύω, έλξη, θέαμα, γοητεύω, θέλγω, φιλοφροσύνη, τέρψη, αγαθού, τέρψιν, τις ανέσεις
Aménité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aménagées στα ελληνικά - επιπλωμένο, επιπλωμένα, επίπλωση, παρέχεται, επιπλωμένη
  • aménagés στα ελληνικά - επιπλωμένο, επιπλωμένα, επίπλωση, παρέχεται, επιπλωμένη
  • américain στα ελληνικά - Αμερικανός, Αμερικής, αμερικανική, American, αμερικανικό
  • américium στα ελληνικά - αμερίκιο, αμερικίου, το αμερίκιο, του αμερικίου, αμερίκιου
Τυχαίες λέξεις
Aménité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγεύω, έλξη, θέαμα, γοητεύω, θέλγω, φιλοφροσύνη, τέρψη, αγαθού, τέρψιν, τις ανέσεις