Amoncellement στα ελληνικά

Μετάφραση: amoncellement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρροή, συναρμολόγηση, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, στοίβα, σύναξη, συσσώρευση, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
Amoncellement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amoncelez στα ελληνικά - συσσωρεύω
  • amoncelle στα ελληνικά - συσσωρεύει επάνω, τεράστια υπερκέρδη
  • amoncellent στα ελληνικά - συσσωρεύω, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
  • amoncelons στα ελληνικά - συσσωρεύω
Τυχαίες λέξεις
Amoncellement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρροή, συναρμολόγηση, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, στοίβα, σύναξη, συσσώρευση, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση