Λέξη: δυσχέρεια

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια ρινικής αναπνοής, δυσχέρεια αναπνοής, δυσχέρεια συνώνυμα

Συνώνυμα: δυσχέρεια

δύσκολη θέση, κατάσταση

Μεταφράσεις: δυσχέρεια

δυσχέρεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
difficulty, bottleneck, distress, difficulties, inconvenience

δυσχέρεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dificultad, dificultades, dificultad para, dificultades para, la dificultad

δυσχέρεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwierigkeiten, problematik, schwierigkeit, problem, Schwierigkeit, Schwierigkeiten, Schwierigkeitsgrad, Schwierigkeits, schwer

δυσχέρεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
difficulté, souci, empêchement, fourbi, ennui, hic, obstacle, inconvénient, embarras, difficultés, la difficulté, difficulté à, des difficultés

δυσχέρεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intoppo, difficoltà, difficoltà a, difficoltà di, di difficoltà, difficile

δυσχέρεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dificuldade, difícil, dificuldades, dificuldade em, dificuldade de, dificuldade para

δυσχέρεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezwaar, moeilijkheid, strubbeling, Moeilijkheidsgraad, moeilijkheden, moeite, moeilijk

δυσχέρεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
препятствие, затруднение, помеха, трудность, загвоздка, запятая, сложность, трудности, сложности

δυσχέρεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanskelighet, vanskelighetsgrad, vanskeligheter, vansker

δυσχέρεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svårighet, svårigheter, svårt, svårigheten, svårt att

δυσχέρεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haitta, hankaluus, vaikeus, vaikeuksissa, vaikeuksia, vaikea, vaikeaa

δυσχέρεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanskelighed, vanskeligheder, svært, vanskeligt, svært ved

δυσχέρεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překážka, potíž, obtížnost, těžkost, nesnadnost, obtíž, nesnáz, trampota, potíže, obtíže, obtížné, obtížnosti

δυσχέρεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrudnienie, kłopot, trudność, problem, trudności, Poziom trudności, trudności w, trudnością

δυσχέρεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nehézség, akadály, nehéz helyzetben, nehézséget, nehézségi, nehezen

δυσχέρεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorluk, güçlük, zorluğu, güçlüğü, zorluk seviyesi

δυσχέρεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
труднощі, перешкода, складність, трудність

δυσχέρεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zor, vështirësi, Vështirësia I, Vështirësia, vështirësitë, vështirë

δυσχέρεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трудности, затруднение, трудност, затруднения, затруднено

δυσχέρεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжкасць, цяжкасьць, складанасць

δυσχέρεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raskus, keerulisus, raskustes, raskusi, raske, raskused

δυσχέρεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedaća, težak, tegoba, teškoća, neprijatnost, poteškoća, poteškoće, teško, teškoće

δυσχέρεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vandræði, erfiðleiki, fyrirhöfn, erfiðleikar, erfitt, erfiðleikar við, erfiðleikum, vandi

δυσχέρεια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
impedimentum, difficultas

δυσχέρεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliūtis, sunkumas, Sunkumo, Sunkumo lygis, sunku, sunkumų

δυσχέρεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kavēklis, šķērslis, grūtības, apgrūtināta, grūti, grūtībām

δυσχέρεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тешкотија, тешкотии, тешкотијата, тежина, потешкотии

δυσχέρεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dificultate, dificultăți, dificultati, greu, de dificultate

δυσχέρεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
težava, težave, težavnost, oteženo, težave pri

δυσχέρεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úskalí, obtiažnosť, náročnosť, ťažkosti, obťažnosť, zložitosť
Τυχαίες λέξεις