Appréhension στα ελληνικά

Μετάφραση: appréhension, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόβος, φοβάμαι, σφίγγω, ανησυχία, συλλαμβάνω, πιάνω, τρόμος, δισταγμός, ταραχή, σύλληψη, αντίληψη, σύλληψης
Appréhension στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • appréhendés στα ελληνικά - συλλαμβάνονται, συλλαμβάνεται, συλληφθεί, που συλλαμβάνονται, συνελήφθησαν
  • appréhensif στα ελληνικά - ανήσυχος, άτολμος, ντροπαλός, συνεσταλμένος, δειλός, μικρόψυχος, διστακτικός, ...
  • apprêt στα ελληνικά - προπαρασκευαστικός, διευθέτηση, διακανονισμός, τερματισμός, ετοιμασία, τέλος, περατώνω, ...
  • apprêta στα ελληνικά - έτοιμο, είναι έτοιμο, είναι έτοιμη, έτοιμη, ετοιμαστεί
Τυχαίες λέξεις
Appréhension στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόβος, φοβάμαι, σφίγγω, ανησυχία, συλλαμβάνω, πιάνω, τρόμος, δισταγμός, ταραχή, σύλληψη, αντίληψη, σύλληψης