Λέξη: καταθλιπτικός
Σχετικές λέξεις: καταθλιπτικός
καταθλιπτικός αγωγός, καταθλιπτικός ρεαλισμός, καταθλιπτικός συνόνυμα, καταθλιπτικός αγωγός ορισμός, καταθλιπτικός ιδεασμός, καταθλιπτικόσ αγωγόσ αγγλικά
Συνώνυμα: καταθλιπτικός
αυταρχικός, αγέρωχος
Μεταφράσεις: καταθλιπτικός
καταθλιπτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sombre, overbearing, oppressive, depressed, depressive, depressing
καταθλιπτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sombrío, despótico, altivo, imperioso, autoritario, arrogante
καταθλιπτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
düster, anmaßend, überheblich, mächtigen, übermächtigen, anmaßenden
καταθλιπτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maussade, obscur, abstrus, morne, nuageux, ténébreux, foncé, sombre, gris, autoritaire, arrogant, dominateur, envahissants, dominatrice
καταθλιπτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cupo, prepotente, invadente, invadenti, prepotenti, overbearing
καταθλιπτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrogante, dominador, autoritário, overbearing, insuportáveis permitindo
καταθλιπτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmatigend, aanmatigend te, aanmatigend te zijn, arrogant, arrogante houding
καταθλιπτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сумрачный, муторный, невеселый, суровый, угрюмый, мрачный, темный, властный, властная, властным, властной, властными
καταθλιπτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anmassende, nedlatende, overbærende, bærende
καταθλιπτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
overbearing, överlägsna, högdragna, otåliga, betungande
καταθλιπτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ankea, haalistunut, dominoiva, määräilevä, ylivoimaisia, Päällekäyvän, suunnatonta
καταθλιπτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anmassende, overbærende
καταθλιπτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tmavý, temný, ponurý, pochmurný, zasmušilý, chmurný, arogantní, dominující, panovačný, panovačná, arogantním
καταθλιπτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posępny, mroczny, ciemny, ponury, apodyktyczny, pyszny, narzucający, narzucający się, nachalna
καταθλιπτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kietlen, hatalmaskodó, erőszakos, basáskodó, arrogáns
καταθλιπτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorba, küstah, buyurgan, baskıcı
καταθλιπτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похмурий, темний, владний, владна, при владі, владного
καταθλιπτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
imponues, autoritar, kryelartë, imponues e, si autoritar
καταθλιπτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арогантен, надменен, властен, командващата, властния
καταθλιπτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўладны, уладны, уладарны, загадны
καταθλιπτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enesekindel, võimukas, Määräilevä, käskiv, Domineeriv
καταθλιπτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumoran, mračan, utučen, taman, zapovjednički, ohol, naopakima, tiranski, oholost
καταθλιπτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overbearing, ofríki, yfirþyrmandi, uppáþrengjandi
καταθλιπτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valdingas, Valdžios, įsakmus, Pyszny, arogantiškas
καταθλιπτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valdonīgs, justies pārākam, pārākam
καταθλιπτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
арогантен, и арогантен, доминантните, се надминат
καταθλιπτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arogant, aroganți, autoritar, posesiv, arogantă
καταθλιπτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zapovjednički, preveč zame, Ohol
καταθλιπτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ponurý, tmavý, melancholický, arogantný, arogantné, arogantní, arogantná, arogantnej
Τυχαίες λέξεις