Λέξη: εσωκλείω
Σχετικές λέξεις: εσωκλείω
σας εσωκλείω, εσωκλείω συνώνυμο, εσωκλείω συνώνυμα
Συνώνυμα: εσωκλείω
εγκλείω
Μεταφράσεις: εσωκλείω
εσωκλείω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enclose, inclose, enclose a, I enclose a, Enclosed please find
εσωκλείω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contener, rodear, incluir, circundar, inclose, SESIÓNCerrar
εσωκλείω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umfangen, einhüllen, umgeben, umschließen, inclose, schliessen
εσωκλείω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enserrer, clôturer, enceindre, enserrez, enserrent, enclosez, envelopper, environner, closent, closons, enclore, cerner, clore, renfermer, inclure, entourer, vousFermer
εσωκλείω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinchiudere, cingere, accludere, circondare, ingabbiare, inclose
εσωκλείω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rodear, incluir, acercar, abranger, enclausurar, cercar, inclose, meter dentro
εσωκλείω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
insluiten, omsluiten, omheinen, voor Ouders, Informatie voor Ouders
εσωκλείω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вкладывать, обносить, окружать, додать, присовокуплять, добавить, вставлять, добавлять, придать, вложить, огородить, прибавлять, прибавить, прилагать, огораживать, придавать, Учебные пакеты, обложили, обложили бы
εσωκλείω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vedlegge, inneslutte, inclose
εσωκλείω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
innesluta, OMGE, BILÄGGA, INKAPSLA, INNESLUTA, BIFOGA
εσωκλείω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aidoittaa, panna, aidata, ympäröidä, saartaa, oheistaa, sulkea sisäänsä
εσωκλείω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Efter tæt, Inclose
εσωκλείω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obehnat, obklíčit, uzavřít, zahalit, obklopit, obklopovat, ohradit, přiložit, obklopují, oplotit, přibalit
εσωκλείω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otaczać, dołączać, zawierać, otoczyć, załączać, obejmować, załączyć, ogrodzić, grodzić, obudować, pogrodzić
εσωκλείω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körülkerít, mellékel
εσωκλείω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çevrelemek, inclose, kapsamak, etrafını çevirmek, iliştirmek
εσωκλείω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додавати, оточіть, огородити, вкладати, вставляти, навчальні, учбові, навчальних
εσωκλείω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtoj, fus, bashkëmbyll, mbyll, rrethoj
εσωκλείω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заграждам, затварям в нещо
εσωκλείω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навучальныя, вучэбныя, Учебные
εσωκλείω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbritsema, sulustama, tarastama, kirjaga koos saatma, lisandama
εσωκλείω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ograditi, uključivati, priložiti
εσωκλείω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afgirða, inclose
εσωκλείω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aptverti, Apsiriboti, atitverti, apsupti, Atnaujinti nei
εσωκλείω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iežogot, apņemt, ieslēgt
εσωκλείω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
inclose
εσωκλείω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
băga
εσωκλείω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ogradit, priložit, Vključevati
εσωκλείω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priložiť, pripojiť, priložené
Τυχαίες λέξεις