Asservissement στα ελληνικά
Μετάφραση: asservissement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλαβιά, δουλεία, υποδούλωση, υποδούλωσης, την υποδούλωση, σκλαβιάς, υποδουλώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asservir στα ελληνικά - υποτάσσω, υποδουλώνω, κατακτώ, σκλαβώνω, υποδουλώσουν, υποδουλώσει, υποδουλώνουν, ...
- asservirent στα ελληνικά - υπόδουλος, υποδούλωσε, υποδούλωσαν, σκλαβωμένη, υποδουλώθηκαν
- asservîmes στα ελληνικά - ρεύματος, δύναμη, ισχύς, εξουσία, ισχύος
- assesseur στα ελληνικά - επικουρία, βοηθώ, βοήθημα, βοήθεια, εκτιμητής, βοηθός, αξιολογητή, ...
Τυχαίες λέξεις
Asservissement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλαβιά, δουλεία, υποδούλωση, υποδούλωσης, την υποδούλωση, σκλαβιάς, υποδουλώσεις
Μεταφράσεις: σκλαβιά, δουλεία, υποδούλωση, υποδούλωσης, την υποδούλωση, σκλαβιάς, υποδουλώσεις