Λέξη: κήρυγμα
Σχετικές λέξεις: κήρυγμα
κήρυγμα αγίου γεωργίου, κήρυγμα κυριακή της ορθοδοξίας, κήρυγμα στον ακάθιστο ύμνο, κήρυγμα κυριακής του παραλύτου, κήρυγμα ζωοδόχου πηγής, κήρυγμα α χαιρετισμοί, κήρυγμα στην κυριακή των μυροφόρων, κήρυγμα για τον ευαγγελισμό της θεοτόκου, κήρυγμα κυριακής, κήρυγμα κυριακή της σαμαρείτιδος, 10 λεπτά κήρυγμα
Συνώνυμα: κήρυγμα
σαγόνι, σιαγώνα, μασέλα, λίμα, συμβουλές, ομιλία, νουθεσία, θρησκευτική ομιλία
Μεταφράσεις: κήρυγμα
κήρυγμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preaching, sermon, homily, preach, preaching of
κήρυγμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sermón, sermón de, el sermón, sermones, sermon
κήρυγμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
predigt, predigend, Predigt, Sermon
κήρυγμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sermons, sermon, prédication, homélie, prêche
κήρυγμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
predica, sermone, discorso, sermon, omelia
κήρυγμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sermão, prédica, pregação, sermon, sermão de, sermões
κήρυγμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
preek, kanselrede, sermoen, prediking, toespraak, preek van, de preek
κήρυγμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проповедование, поучение, нравоучение, проповедь, проповеди, проповедью
κήρυγμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
preken, tale, prekenen, talen
κήρυγμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
predikan, predikanen, predikan som
κήρυγμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarna, saarnan, saarnaa, saarnansa, saarnassaan
κήρυγμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prædiken, prædikenen, gudstjeneste
κήρυγμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kázání, kázáním
κήρυγμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kazanie, strofowanie, homilia, kaznodziejstwo, przepowiadanie, kazania, kazaniu, kazaniem, sermon
κήρυγμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szentbeszéd, prédikáció, prédikációt, prédikációja, prédikációjában
κήρυγμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaaz, hutbe, vaazı, sermon, hutbesini
κήρυγμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зволожувати, проповідь, нотація, повчання
κήρυγμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
predikim, predikimi, predikim i, predikimi i, predikim të
κήρυγμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проповеди, проповед, проповедта, проповедта на
κήρυγμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пропаведзь, казань, казаньне, гамілію, абвяшчэнне
κήρυγμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jutlus, jumalateenistus, palveteenistus, õpetussõna, jutluse, jutlust, jutlusest, jutluses
κήρυγμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prodika, govor, propovijed, besjeda, propovijedi, propovjed, sermon
κήρυγμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræðan, Messa, Sermon
κήρυγμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamokslas, pamokslą, pamoksle, pamokslo
κήρυγμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sprediķis, sprediķi, svētruna
κήρυγμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
беседа, проповедта, проповед, беседата, проповедта на
κήρυγμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
predică, predica, predicii, predici, predică a
κήρυγμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazni, pridiga, pridigo, Govor, pridige, pridigi
κήρυγμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kazani, kázanie, kázne, kázeň, kázania, kázaní