Λέξη: κυκλοφοριακός

Σχετικές λέξεις: κυκλοφοριακός

κυκλοφοριακός χάρτης της αθήνας, κυκλοφοριακός φόρτος, κυκλοφοριακός χάρτης αθηνών, κυκλοφοριακός κόμβος αγίου νικολάου, κυκλοφοριακός σχεδιασμός, κυκλοφοριακός κόμβος, κυκλοφοριακός χάρτης πειραιά, κυκλοφοριακός χάρτης του πειραιά, κυκλοφοριακός θόρυβος, κυκλοφοριακός δακτύλιος αθήνας

Μεταφράσεις: κυκλοφοριακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
circulatory, circulative, traffic, a traffic
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circulative, circulativa, circulatoria
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zirkulierend, zirkulativen, zirkulative, zirkulierbares, zirkulierenden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
circulatoire, circulante, circulative
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
circulativa, circulativo, circulatório
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
circulative, circulatiepomp, een circulatiepomp, circulatiepomp zijn, een circulatiepomp zijn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
циркулирующий, кровеносный, circulative
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiertävää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oběhový, circulative
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krążeniowy, circulative
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keringési, circulative
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
circulative, dolaşımsaldır, dolaşımsal, dolaşımsal bir, dolaşımsal gidiş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
циркулюючий, circulative
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cirkuliacinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
circulator
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
circulative
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
circulative
Τυχαίες λέξεις