Assujettissant στα ελληνικά
Μετάφραση: assujettissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική, άμεσος, επείγων, της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, υποβάλλεται το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assouvissement στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, κορεσμός, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
- assujettir στα ελληνικά - πρόσφυμα, πειθαναγκάζω, κατακτώ, εδραιώνω, ασφαλίζω, επισυνάπτω, φτιάχνω, ...
- assujettissement στα ελληνικά - υποκειμενικός, υποδούλωση, υποταγή, υποταγής, καθυπόταξη, υποδούλωσης
- assuma στα ελληνικά - υποτίθεται, θεωρείται, ανέλαβε, υποτεθεί, θεωρηθεί
Τυχαίες λέξεις
Assujettissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική, άμεσος, επείγων, της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, υποβάλλεται το
Μεταφράσεις: προστακτική, άμεσος, επείγων, της υποβολής του, την υποβολή του, υποβολή του, υποβολής του, υποβάλλεται το