Λέξη: κόμβος

Σχετικές λέξεις: κόμβος

κόμβος διαλειτουργικότητας, κόμβος καλυφτάκη, κόμβος epsilon, κόμβος εκλογών π.ε. φθιώτιδας περιφέρειας στερεάς ελλάδας, κόμβος σε χιλιόμετρα, κόμβος συνώνυμα, κόμβος οδυσσέας, κόμβος για την ελληνική γλώσσα, κόμβος έπιπλα, κόμβος λεξικό

Συνώνυμα: κόμβος

όζος, κόμπος, όγκος, ουσία, ουσία υπόθεσης, λόξα, μονομανία, τύλιγμα, ιδιοτροπία, λαβή, πόμολο, οίδημα, προεξοχή, δεσμός, όμιλος, φιόγκος, αναποδιά, εμπόδιο, γάντζος, θηλειά, μπουρίνι, διασταύρωση, σύνδεση, ένωση, συμβολή, σημείο συναντήσεως

Μεταφράσεις: κόμβος

κόμβος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knot, roundabout, node, junction, kink, hub

κόμβος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nudo, lazo, anudar, indirecto, nodo, nodo de, de nodo, el nodo, ganglios

κόμβος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knäuel, knüpfen, knarren, grüppchen, ast, karussell, knoten, astloch, Knoten, Knotens

κόμβος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
noeud, joindre, coupler, chignon, indirect, alentour, complication, manèges, nodale, assembler, redondant, relier, englober, manège, difficulté, nouer, nœud, nœuds, noeuds, node

κόμβος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nodo, annodare, legare, giostra, nodo di, del nodo, nodi, di nodo

κόμβος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrubar, nó, nó de, nó do, nodo, do nó

κόμβος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strik, knoop, eromheen, knopen, daaromheen, knooppunt, het knooppunt, knooppuntnaam

κόμβος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дородный, сук, узы, моток, запутывать, завязывать, обходной, связывать, сучок, иносказательный, иносказание, окольный, хмурить, узел, обходный, союз, узла, узлом, узлов

κόμβος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rundkjøring, knute, knop, node, noden

κόμβος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knut, knop, karusell, nod, noden, oden

κόμβος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oksa, kyhmy, epäsuora, solmia, mutkainen, solmu, kietoa, sotkea, liikenneympyrä, pahka, karuselli, solmun, solmuun, solmussa, solmulle

κόμβος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knob, knude, node, knudepunkt, knudepunktet, noden

κόμβος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zauzlit, nepřímý, obtíž, kolotoč, nesnáz, spojit, klička, komplikace, uzel, uzlu, node, uzlem, uzlů

κόμβος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karuzela, trudność, rozwlekły, sęk, supeł, węzeł, supłać, okólny, wiązać, skomplikować, pośredni, rondo, powikłanie, okrężny, węzła, węzłem, node, węzłów

κόμβος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
göb, kiskabát, körülíró, körutazás, matrózzubbony, zakókabát, csomópont, csomópontot, node, csomóponton, csomóponthoz

κόμβος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düğüm, düğümü, nodu, düğümün, nod

κόμβος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банка, банку, карусель, пагорб, бугор, обхідний, алегоричний, горбок, іносказання, вузол

κόμβος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërthortë, nyjë, nyje, nyjen, nyja, nyjen e

κόμβος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възел, възлова точка, възела, възловата точка

κόμβος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вузел, узел

κόμβος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ringtee, sõlm, sõlme, node, tipp, tipu

κόμβος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzao, mašna, čvor, vrteška, zaobilazan, čvora, čvorova, čvoru, node

κόμβος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnútur, hnút, hnúturinn, tengipunktur, hnútinn

κόμβος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mazgas, mazgo, node, mazgų

κόμβος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mezgls, karuselis, mezglu, mezglā, mezgla, mezglpunkts

κόμβος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јазол, јазли, јазолот, куп

κόμβος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nod, nodul, nodului, nod de, de nod

κόμβος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vozlišče, node, vozlišča, vozel, vozlišč

κόμβος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolotoč, uzol, uzla

Στατιστικά δημοτικότητας: κόμβος

Τυχαίες λέξεις