Auxiliateur στα ελληνικά
Μετάφραση: auxiliateur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, βοηθητικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auvent στα ελληνικά - σκιάδα, αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, ρετιρέ, Penthouse, Πωλείται ρετιρέ, ...
- auxiliaire στα ελληνικά - επικουρία, ακόλουθος, δευτερεύων, θυγατρική, βοήθεια, υποβοηθητικός, βοήθημα, ...
- avachi στα ελληνικά - χωλαίνω, κουτσαίνω, χαλαρός, limp, λειτουργίας σε έκτακτες περιπτώσεις
- avaient στα ελληνικά - είχε, είχαν, έπρεπε, έχει, ήταν
Τυχαίες λέξεις
Auxiliateur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, βοηθητικός
Μεταφράσεις: βοηθός, βοηθητικός