Λέξη: ενδιάμεσος

Σχετικές λέξεις: ενδιάμεσος

ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης, ενδιάμεσος λογαριασμός, ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης ε.π. ανταγωνιστικότητα & επιχειρηματικότητα (ε.φ.ε.π.α.ε.), ενδιάμεσος αγγλικά, ενδιάμεσος μετρητής ρεύματος, ενδιάμεσος συνώνυμα, ενδιάμεσοσ σταθμόσ, ενδιάμεσος χώρος, ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης δήμου αθηναίων, ενδιάμεσος στα αγγλικά

Συνώνυμα: ενδιάμεσος

διάμεσος, μεσολαβών

Μεταφράσεις: ενδιάμεσος

ενδιάμεσος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intermediate, intermediary, an intermediary, an intermediate, interim

ενδιάμεσος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intermedio, intermedia, intermedios, intermediario, intermedio de

ενδιάμεσος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchschnittlich, zwischenprodukt, zwischenzeitlich, vermitteln, Zwischen-, mittlere, Zwischen, Zwischenprodukt

ενδιάμεσος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moyen, intermédiaire, intermédiaires, intermédiaire de

ενδιάμεσος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intermedio, modo, mezzo, intermedia, intermedi, intermedie, medio

ενδιάμεσος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enlaçar, intermediar, entrelaçar, intermediário, intermédio, intermédia, intermediária, intermedi�io

ενδιάμεσος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medium, gemiddeld, tussen-, tussenliggend, tussenproduct, tussentijdse, tussenliggende

ενδιάμεσος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посредник, посреднический, промежуточный, переходный, переходящий, промежуточного, промежуточное, промежуточная, промежуточных

ενδιάμεσος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mellom, mellomfag, middels, mellomliggende, mellomprodukt

ενδιάμεσος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intermediär, mellanliggande, mellan, mellanprodukt, mellanprodukten

ενδιάμεσος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väline, välittää, keskus, välys, kohtalainen, välikappale, väli-, välituote, välituotetta, välituotteen, väli

ενδιάμεσος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mellemliggende, mellemprodukt, mellemproduktet, intermediære

ενδιάμεσος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průměrný, střední, prostředník, prostřední, mezilehlý, meziprodukt, meziproduktu, meziproduktem, mezilehlá

ενδιάμεσος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pośredni, średnioterminowy, półprodukt, pośredniego, związek pośredni, pośrednia, pośrednim

ενδιάμεσος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
középfokú, közbülső, közbenső, köztes, intermedier, köztitermék

ενδιάμεσος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orta, ara, ara madde, ara ürün

ενδιάμεσος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посередницький, кошти, засіб, проміжний, кошт

ενδιάμεσος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ndërmjetëm, ndërmjetëm, ndërmjetme, të ndërmjetme, e ndërmjetme

ενδιάμεσος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
междинен, междинно съединение, междинно, междинна, междинен продукт

ενδιάμεσος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамежкавы, прамежкавую, прамежкавая

ενδιάμεσος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahepealne, keskmine, kesktaseme, vaheühend, vahepealse, vaheaine

ενδιάμεσος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posredni, prijelazni, srednji, intermedijera, intermedijer, intermedijar, intermedijat

ενδιάμεσος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
millistig, Intermediate, milliefni, milliefnið, milliefnis

ενδιάμεσος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarpinis, tarpinė, tarpinio, tarpinių, tarpinės

ενδιάμεσος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
starpposma, starpprodukts, starpproduktu, starpprodukta, vidēji

ενδιάμεσος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
средно, среден, интермедијарни, средна, средни

ενδιάμεσος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intermediar, intermediară, intermediare, intermediarul, intermediarului

ενδιάμεσος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vmesen, vmesni, vmesna, vmesno, vmesne, intermediat

ενδιάμεσος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
medziprodukt, stredná, strednej, stredné, strednú, stredný
Τυχαίες λέξεις