Bénévole στα ελληνικά
Μετάφραση: bénévole, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εθελοντικός, τσάμπα, φρόνιμος, συνετός, αυτεξούσιος, δωρεάν, καλόβουλος, ευμενής, εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bénéficiées στα ελληνικά - επωφελήθηκαν, ωφελήθηκαν, επωφελήθηκε, επωφεληθεί, ωφελήθηκε
- bénéficiés στα ελληνικά - επωφελήθηκαν, ωφελήθηκαν, επωφελήθηκε, επωφεληθεί, ωφελήθηκε
- bénévolement στα ελληνικά - εκούσια, εκουσίως, εθελοντικά, εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, ...
- béquille στα ελληνικά - πατερίτσα, δεκανίκι, το δεκανίκι, δεκανίκι για, δεκανικιών
Τυχαίες λέξεις
Bénévole στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εθελοντικός, τσάμπα, φρόνιμος, συνετός, αυτεξούσιος, δωρεάν, καλόβουλος, ευμενής, εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Μεταφράσεις: εθελοντικός, τσάμπα, φρόνιμος, συνετός, αυτεξούσιος, δωρεάν, καλόβουλος, ευμενής, εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική