Λέξη: πορνογραφία
Μεταφράσεις: πορνογραφία
πορνογραφία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pornography, porn, pornography on
πορνογραφία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pornografía, la pornografía, de pornografía
πορνογραφία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pornographie, Pornographie, Pornografie, Porno
πορνογραφία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pornographie, la pornographie, pornographie mettant en scène, pornographie impliquant, la pornographie impliquant
πορνογραφία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pornografia, la pornografia, di pornografia, della pornografia, alla pornografia
πορνογραφία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pornografia, a pornografia, de pornografia, da pornografia, à pornografia
πορνογραφία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pornografie, porno, kinderpornografie, pornografische, de pornografie
πορνογραφία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порнографический, порнография, порнографии, порнографию, порнографией
πορνογραφία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pornografi, porno, pornografien
πορνογραφία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pornografi, barnpornografi, pornografiskt, porr, pornografin
πορνογραφία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pornografia, pornografian, pornografiaa, pornografiaan, pornografiasta
πορνογραφία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pornografi, børnepornografi, porno, pornografiens
πορνογραφία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pornografie, Porno, pornografii, pornografií, Reklamní sítě Porno
πορνογραφία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pornografia, pornografii, pornografię, pornografią, treści pornograficzne
πορνογραφία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pornográfia, a pornográfia, pornográfiát, pornográf, a pornográfiát
πορνογραφία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pornografi, pornografisi, porno, pornosu, pornografik
πορνογραφία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порнографічний, порнографія, порнография, порнографії
πορνογραφία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pornografia, pornografi, pornografinë, pornografinë e, pornografisë
πορνογραφία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порнография, порнографията
πορνογραφία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парнаграфія, проста парнаграфія
πορνογραφία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pornograafia, pornograafiat, porno, pornograafias, lapsporno
πορνογραφία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pornografija, pornografije, pornografiju, je pornografija, pornografijom
πορνογραφία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klám, klámi, barnaklám, klámfengið, klámfengið efni
πορνογραφία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pornografija, pornografijos, pornografiją, pornografijai, pornografinę
πορνογραφία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pornogrāfija, pornogrāfiju, pornogrāfijas, pornogrāfijai, pornogrāfijas materiālu
πορνογραφία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
порнографија, порнографијата, порнографски
πορνογραφία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pornografie, pornografia, pornografiei, a pornografiei, de pornografie
πορνογραφία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pornografijo, pornografije, pornografija, pornografiji, je pornografija
πορνογραφία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pornografie, pornografia, pornografii, pornografiu, pornografiou
Στατιστικά δημοτικότητας: πορνογραφία
Τυχαίες λέξεις