Λέξη: πορτοκαλί
Σχετικές λέξεις: πορτοκαλί
πορτοκαλί φακές, πορτοκαλί ούρα, πορτοκαλί θερμίδες, πορτοκαλί χρώμα, πορτοκαλί επανάσταση, πορτοκαλί κόπρανα, πορτοκαλί μαλλιά, πορτοκαλί ονειροκριτης, πορτοκαλί σύγχρονη πόλη, πορτοκαλί βιβλίο
Συνώνυμα: πορτοκαλί
πορτοκάλι, πορτοκαλέα
Μεταφράσεις: πορτοκαλί
αγγλικά
amber
ισπανικά
ámbar
γερμανικά
bernstein
γαλλικά
succin, d'ambre, jaune, ambre
ιταλικά
ambra
πορτογαλικά
âmbar
ολλανδικά
amber
ρωσικά
янтарный, желтый, янтарь
νορβηγικά
rav
σουηδικά
bärnsten
φινλανδικά
syvänkeltainen, kulta
δανικά
rav
τσεχικά
jantar, žlutý
πολωνικά
bursztynowy, pomarańcz, bursztyn
ουγγρικά
narancs, narancssárga, narancsszínű, orange, narancssárga színű
τούρκικα
samankapan, kehribar
ουκρανικά
янтарний, янтар, бурштин, жовтий
αλβανικά
portokall, portokalli, Orange, ngjyrë, ngjyrë portokalli
βουλγαρικά
оранжев, портокал, портокалов, оранжево, оранжева
λευκορωσικά
аранжавы, памяранцавы, оранжевый
εσθονικά
merevaik, ambra
κροατικά
žut, ćilibarski, ćilibar, jantar
ισλανδικά
appelsínugulur, appelsína, Appelsínu, appelsínugult, Orange
λιθουανικά
gintaras
λετονικά
dzintars
σλαβομακεδονικά
портокал, портокалова, од портокал, портокалово, портокалови
ρουμανικά
chihlimbar
σλοβενικά
jantar
σλοβακικά
oranžový, oranžová, orange, oranžové