Boutique στα ελληνικά

Μετάφραση: boutique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπόριο, επιχείρηση, επιτόκιο, μαγαζί, δεσμός, υπόθεση, επιτήδευμα, προδίδω, δουλειά, αγορά, τόκος, ψωνίζω, βάζω, ενδιαφέρον, μοιράζω, επάγγελμα, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων
Boutique στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boutade στα ελληνικά - καπρίτσιο, ευφυολόγημα, αφύσικο, φρικιό, εξόρμηση, εκπηδώ, εξορμώ, ...
  • bouteille στα ελληνικά - παγούρι, μπουκάλι, εμφιαλώνω, φλάσκα, φιάλη, φιάλης, φιαλών, ...
  • boutiquier στα ελληνικά - μαγαζάτορας, καταστηματάρχης, καταστηματάρχη, μαγαζάτορα, μπακάλης
  • bouton στα ελληνικά - χερούλι, βούλα, μπουμπούκι, κουμπί, σπρώχνω, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Boutique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπόριο, επιχείρηση, επιτόκιο, μαγαζί, δεσμός, υπόθεση, επιτήδευμα, προδίδω, δουλειά, αγορά, τόκος, ψωνίζω, βάζω, ενδιαφέρον, μοιράζω, επάγγελμα, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων