Capacité στα ελληνικά
Μετάφραση: capacité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιημένο, πρόκριση, τεχνική, κύρος, αποτελεσματικότητα, ικανότητα, δύναμη, επιδεξιότητα, παραγωγή, φιλοτεχνία, τέχνη, παράσταση, χωρητικότητα, ικανοποιημένος, κατανόηση, ευχαριστημένος, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cap στα ελληνικά - κάπα, μπέρτα, ακρωτήριο, πατατούκα, ακρωτήρι, Cape, ακρωτηρίου
- capable στα ελληνικά - αποτελεσματικός, ικανός, κατάλληλος, αποδοτικός, επιρρεπής, έντεχνος, ικανό, ...
- cape στα ελληνικά - καζάκα, μπέρτα, μανδύας, κάπα, πατατούκα, ακρωτήριο, μανδύα, ...
- capeline στα ελληνικά - κουκούλα
Τυχαίες λέξεις
Capacité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιημένο, πρόκριση, τεχνική, κύρος, αποτελεσματικότητα, ικανότητα, δύναμη, επιδεξιότητα, παραγωγή, φιλοτεχνία, τέχνη, παράσταση, χωρητικότητα, ικανοποιημένος, κατανόηση, ευχαριστημένος, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Μεταφράσεις: ικανοποιημένο, πρόκριση, τεχνική, κύρος, αποτελεσματικότητα, ικανότητα, δύναμη, επιδεξιότητα, παραγωγή, φιλοτεχνία, τέχνη, παράσταση, χωρητικότητα, ικανοποιημένος, κατανόηση, ευχαριστημένος, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας