Ικανότητα στα γαλλικά

Μετάφραση: ικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capacité, adresse, santé, dextérité, savoir-faire, routine, habilité, acquisition, vigueur, artifice, faculté, force, agilité, dispositions, exercice, pertinence, possibilité, aptitude, la capacité, capacité de
Ικανότητα στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανότητα

ικανότητα δικαίου και ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα έλξης του αυτοκινήτου, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, ικανότητα στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ικανοποιώ στα γαλλικά - persuader, satisfont, contenter, combler, convaincre, satisfais, rassasier, ...
  • ικανός στα γαλλικά - savant, débrouillard, apte, doué, adroit, capable, pouvoir, ...
  • ικεσία στα γαλλικά - demande, supplique, prière, pétition, suppliant, requête, sollicitation, ...
  • ικετεύω στα γαλλικά - conjurer, adjurer, réclamer, implorons, mendier, requérir, implorer, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: capacité, adresse, santé, dextérité, savoir-faire, routine, habilité, acquisition, vigueur, artifice, faculté, force, agilité, dispositions, exercice, pertinence, possibilité, aptitude, la capacité, capacité de