Λέξη: κρυολόγημα
Σχετικές λέξεις: κρυολόγημα
κρυολόγημα αντιμετώπιση με βοτανα, κρυολόγημα ή γρίπη, κρυολόγημα και εγκυμοσύνη, κρυολόγημα και θηλασμός, κρυολόγημα στην εγκυμοσύνη, κρυολόγημα βρεφών, κρυολόγημα αντιμετώπιση, κρυολόγημα διατροφή, κρυολόγημα συμπτώματα, κρυολόγημα θεραπεία
Συνώνυμα: κρυολόγημα
κρύο, κρύωμα, συνάχι, ψύχρα, ρίγος, κρυάδα
Μεταφράσεις: κρυολόγημα
κρυολόγημα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cold, colds, a cold, catarrhal diseases
κρυολόγημα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resfriado, constipado, catarro, frío, frialdad, fría, en frío, fríos
κρυολόγημα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnupfen, erkältung, kälte, kalt, spannungslos, gefühlskalt, frostig, Kälte, Erkältung, kalten
κρυολόγημα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indolent, insensible, frigidité, indifférent, refroidissement, glacé, rhume, glacial, froideur, coryza, impassible, froid, frisquet, froidure, indifférence, froide, à froid, le froid, froids
κρυολόγημα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
freddezza, freddo, raffreddore, frigido, fredda, a freddo, freddi
κρυολόγημα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resfriado, constipação, frio, fria, frios, a frio
κρυολόγημα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kou, verkoudheid, koud, kil, koude, koel
κρυολόγημα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
холодная, нелюбезный, неласковый, студеный, хлад, простуда, холодное, холодный, недействующий, холод, насморк, холодной, холодно
κρυολόγημα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kald, forkjølelse, kulde, kaldt, kalde
κρυολόγημα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kylig, kall, kyla, frusen, snuva, förkylning, kallt, kalla
κρυολόγημα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kylmäverinen, tympeä, vilu, kylmä, kolea, nuha, kylmää, kylmän, kylmällä, kylmässä
κρυολόγημα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forkølelse, kold, kulde, snue, koldt, kolde, kulden
κρυολόγημα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nachlazení, lhostejný, frigidní, nastuzení, bezcitný, chlad, rýma, studený, zima, chladný
κρυολόγημα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeziębienie, zimna, oziębłość, katar, obojętny, zakatarzenie, zaziębienie, zimny, chłodny, chłód, chłodnia, zimno
κρυολόγημα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hideg, hidegen, a hideg, megfázás
κρυολόγημα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soğukluk, soğuk, soğuk bir, soğuk algınlığı
κρυολόγημα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
холод, зимний, холодна, холодний, холодне
κρυολόγημα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ftohtë, të ftohtë, i ftohtë, e ftohtë, ftohtit
κρυολόγημα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
студ, студен, студена, студено, студени
κρυολόγημα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
холад, халодны, халоднае
κρυολόγημα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külm, nohu, külma, külmas, cold, külmad
κρυολόγημα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hladan, hunjavica, studen, kihavica, hladnoća, hladno, hladna, hladne, hladnoće
κρυολόγημα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaldur, kalt, kulda, köldu, kuldi
κρυολόγημα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frigus, gelidus, algor
κρυολόγημα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sloga, šaltis, vėsus, šaltas, peršalimas, šalto, šalta, šalčio, šaltai
κρυολόγημα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auksts, saaukstēšanās, aukstums, auksti, aukstu, auksta, aukstumu
κρυολόγημα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ладно, ладна, студено, студ, студена
κρυολόγημα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frig, răceală, rece, la rece, reci
κρυολόγημα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mrzel, zima, hladen, mraz, hladno, hladna, cold, mrzlo
κρυολόγημα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chladný, chlad, zima, studený