Captivité στα ελληνικά
Μετάφραση: captivité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλάκιση, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, την αιχμαλωσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- captiver στα ελληνικά - περιορίζω, πυξίδα, περιστέλλω, κατάσχω, απορροφώ, αρπάζω, καταλαμβάνω, ...
- captivez στα ελληνικά - σαγηνεύω, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, αιχμαλωτίζουν, γοητεύσει
Τυχαίες λέξεις
Captivité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλάκιση, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, την αιχμαλωσία
Μεταφράσεις: φυλάκιση, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, την αιχμαλωσία