Λέξη: σακατεύω

Συνώνυμα: σακατεύω

κολοβώνω, νευροκοπώ, παραλύω

Μεταφράσεις: σακατεύω

σακατεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maim, cripple, hamstring

σακατεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lisiar, mutilar, lisiado, paralizar, inutilizar

σακατεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Krüppel, verkrüppeln, lähmen, lahmlegen, lahm

σακατεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estropier, mutiler, paralyser, de paralyser, paralyser les, handicaper

σακατεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
storpio, azzoppare, storpiare, paralizzare, paralizzare la

σακατεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aleijado, mutilar, aleijar, paralisar, prejudicar

σακατεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlamde

σακατεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искалечить, изувечиться, перекалечить, калечить, изувечить, увечить, покалечить, калечат, калека

σακατεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lemleste, krøpling, lamme, ødelegge, forkrøple, krøp

σακατεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stympa, krympling, lamslå, cripple, förlama, lamslår

σακατεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silpoa, teloa, rampauttaa, raajarikko, lamauttaa, cripple, lamauttavat

σακατεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lamme, ødelægge, forkrøble, krøbling, lemlæste

σακατεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkomolit, mrzačit, zmrzačit, zohavit, ochromit, mrzák, ochromí, ochromilo

σακατεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okaleczać, wykoślawiać, okaleczyć, kaleka, sparaliżować, kaleczyć, cripple

σακατεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomorék, megbéníthatja, megbéníthatják, megbénítani, megbénítják

σακατεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakat, cripple, sakatlamak, kötürüm, felce uğratmak

σακατεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пошта, калічити, нівечити, калічення

σακατεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sakat, dëmtoj, ulok, dëmtojë, të dëmtojë

σακατεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
травма, инвалид, осакати, осакатят, осакатяват, да парализира

σακατεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калечыць, нявечыць, скалеч

σακατεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sandistama, vigastama, sant, halvata, sandistada, halvama

σακατεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izmrcvariti, nagrditi, osakatiti, bogalj, paralizirati, invalid, onesposobiti

σακατεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Cripple, lama

σακατεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paralyžiuoti, suluošinti, gadinti, luošys, žaloti

σακατεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kroplis, sabojāt, kropļot, sakropļot, kropļo

σακατεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осакатува, инвалид, парализираат, се осакатува, онеспособат

σακατεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infirm, paraliza, schilodi, mutila, strica

σακατεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pohabljenec, ohromiti, pohabljenca, ohromil, cripple

σακατεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmrzačiť, zmrzačenie, zmrzačit, zmrzačenie na
Τυχαίες λέξεις