Carrosserie στα ελληνικά
Μετάφραση: carrosserie, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σώμα, αμάξωμα, αμαξώματος, του αμαξώματος, το αμάξωμα, αμαξωμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- carrossable στα ελληνικά - διαβατός, κατάλληλα, μέτριος, βατός, βατό
- carrosse στα ελληνικά - προπονητής, άμαξα, προπονώ, βαγόνι, πούλμαν, προπονητή, λεωφορείο, ...
- carrousel στα ελληνικά - καρουσέλ, καρουζέλ, carousel, κυκλοφερές, κυκλοφερούς
- carrure στα ελληνικά - ολική, θέση, διαμέτρημα, κατάσταση, ώμους, τους ώμους, ώμοι, ...
Τυχαίες λέξεις
Carrosserie στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σώμα, αμάξωμα, αμαξώματος, του αμαξώματος, το αμάξωμα, αμαξωμάτων
Μεταφράσεις: σώμα, αμάξωμα, αμαξώματος, του αμαξώματος, το αμάξωμα, αμαξωμάτων