Chaîne στα ελληνικά
Μετάφραση: chaîne, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, συγκολλώ, συνδέω, κανάλι, δεσμός, αλυσίδα, γυμνώνω, εκδύω, χορδή, καδένα, ρείθρο, ταινία, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chavirés στα ελληνικά - ανατράπηκε, ανατροπή, αναποδογυρισμένες, ναυαγισμένο, ανατραπεί
- chaînage στα ελληνικά - μεταβατικός, Chaining, αλυσοποίηση, αλυσίδωση, Η συνένωση αυτή, την αλυσοποίηση
- chaînes στα ελληνικά - αλυσίδες, αλυσίδων, οι αλυσίδες, αλύσων, αλύσους
- chaînette στα ελληνικά - καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Τυχαίες λέξεις
Chaîne στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, συγκολλώ, συνδέω, κανάλι, δεσμός, αλυσίδα, γυμνώνω, εκδύω, χορδή, καδένα, ρείθρο, ταινία, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Μεταφράσεις: διοχετεύω, συγκολλώ, συνδέω, κανάλι, δεσμός, αλυσίδα, γυμνώνω, εκδύω, χορδή, καδένα, ρείθρο, ταινία, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο