Προσωπικό στα αγγλικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
staff, personnel, personal, staff of
Προσωπικό στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσωπικό

staff
  • προσωπικό
  • ράβδος
  • σκυτάλη
  • βακτήρια
  • πεντάγραμμα μουσικής
  • επιτελείο
personnel
  • προσωπικό

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσωπικό στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα αγγλικά - mask, facade, façade, facies, guise
  • προσωπικά στα αγγλικά - personally, in person, personal, person, private
  • προσωπικός στα αγγλικά - personal, private, individual, a personal
  • προσωπικότητα στα αγγλικά - personality, individuality, celebrity, character, personage
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: staff, personnel, personal, staff of