Chemin στα ελληνικά

Μετάφραση: chemin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περπατώ, πίστα, λεωφόρος, πάροδος, δρομολόγιο, πλεύση, ταξίδι, πορεία, ρυτίδα, δρόμος, σεργιανίζω, τρόπος, σιδηρόδρομος, λωρίδα, διαδρομή, ίχνη, μονοπάτι, διαδρομής, δρόμο
Chemin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chef στα ελληνικά - αφέντης, εργοδηγός, κυβερνήτης, κύριος, κεφάλι, αφεντικό, μετρ, ...
  • cheik στα ελληνικά - σέιχης, σεΐχης, Σέικ, Sheik, σεΐχη
  • chemineau στα ελληνικά - αλήτης, πλανόδιος, αγύρτης, μόρτης, πλάνης, περιπλανώμενος, περιπλανώμενο, ...
  • cheminement στα ελληνικά - πρόοδος, προβαίνω, προκαταβάλλω, προχωρώ, εξέλιξη, μονοπάτι, διαδρομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Chemin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περπατώ, πίστα, λεωφόρος, πάροδος, δρομολόγιο, πλεύση, ταξίδι, πορεία, ρυτίδα, δρόμος, σεργιανίζω, τρόπος, σιδηρόδρομος, λωρίδα, διαδρομή, ίχνη, μονοπάτι, διαδρομής, δρόμο