Λέξη: σύμβολο

Σχετικές λέξεις: σύμβολο

σύμβολο παραγράφου, σύμβολο περίπου, σύμβολο ομ, σύμβολο απείρου, σύμβολο μεγαλύτερο, σύμβολο ευρώ, σύμβολο ανήκει, σύμβολο πίστεως, σύμβολο της πίστεως, σύμβολο λίρας αγγλίας

Συνώνυμα: σύμβολο

έμβλημα, σημαιοφόρος, σημαία

Μεταφράσεις: σύμβολο

σύμβολο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
figurehead, symbol, icon, symbol of, sign, a symbol, symbol is

σύμβολο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
símbolo, icono, emblema, símbolo de, simbolo, el símbolo, símbolos

σύμβολο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aushängeschild, abbild, sinnbild, symbol, ikone, bild, formelzeichen, zeichen, Symbol, Zeichen

σύμβολο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
magot, sylphe, emblème, symbole, icône, figurine, figure, attribut, armoiries, enseigne, image, symboles, symbole de, le symbole, symbol

σύμβολο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
icona, simbolo, emblema, simbolo di, il simbolo, simboli, simbolo del

σύμβολο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
símbolo, figura, estampa, sílaba, gravura, vista, ícone, imagem, quadro, símbolo de, símbolo do, simbolo, símbolos

σύμβολο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
symbool, zinnebeeld, figuur, plaat, prent, voorstelling, afbeelding, pictogram, teken, symbol, symbool van, het symbool

σύμβολο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
образ, эмблема, лицо, обозначение, изображение, икона, символ, рисунок, картина, символом, символа, символов, знак

σύμβολο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
symbol, tegn, symbolet

σύμβολο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
symbol, symbolen

σύμβολο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
symboli, tunnus, vertauskuva, merkki, kuva, mielikuva, symbolin, symbol, symbolia

σύμβολο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
symbol, symbolet

σύμβολο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obraz, značka, znak, ikona, symbol, odznak, figurka, symbolem, symbolů, typ, symbolu

σύμβολο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
godło, figurka, ikona, symbol, znak, symbolem, symbolu, symboli

σύμβολο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szimbólum, orrszobor, ikon, szentkép, jel, jelképe, szimbóluma, szimbólumot

σύμβολο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sembol, resim, işaret, belirti, simge, suret, sembolü, simgesi, symbol

σύμβολο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
символ, візерунковий, особа, візерунчастий, ікона, особу, позначення, лице, емблема, знак

σύμβολο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ikonë, simbol, simboli, simbol i, simbolin, simboli i

σύμβολο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
символ, икона, символа, символи, знак

σύμβολο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сімвал, знак, сымбаль, сімвалы

σύμβολο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sümbol, tankist, võrdkuju, ikoon, variisik, käilakuju, sümboli, sümboliga, sümbolit, tähis

σύμβολο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
portret, simbol, sličica, znak, ikone, ikona, slika, oznaka, simbola, simbolom

σύμβολο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Táknið, tákn, Symbol, merki, tákni

σύμβολο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
signum

σύμβολο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piešinys, simbolis, paveikslas, atvaizdas, paveiksliukas, simboliu, symbol, ženklas, simbolį

σύμβολο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atspoguļojums, glezna, simbols, iemiesojums, attēls, simbolu, simbolam

σύμβολο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
симбол, симболот, знакот, знак, симболи

σύμβολο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simbol, simbolul, simboluri, simbolului, simbol de

σύμβολο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lutka, ikona, simbol, znak, simbola, simbolom

σύμβολο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ikona, hlavička, symbol, symbolom, znak, symbolu

Στατιστικά δημοτικότητας: σύμβολο

Τυχαίες λέξεις