Compétent στα ελληνικά

Μετάφραση: compétent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, σφετερίζομαι, αποτελεσματικός, κατάλληλος, εκλόγιμος, εκλέξιμος, σχετικός, επεισόδιο, οικειοποιούμαι, αποδοτικός, άξιος, περιστατικό, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Compétent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • compère στα ελληνικά - συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
  • compétence στα ελληνικά - ικανότητα, κατανομή, πραγματογνωμοσύνη, δικαιοδοσία, αποτελεσματικότητα, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, ...
  • compétiteur στα ελληνικά - αντίπαλος, αντίζηλος, διαγωνιζόμενος, παραβγαίνω, ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, ...
  • compétitif στα ελληνικά - ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
Τυχαίες λέξεις
Compétent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, σφετερίζομαι, αποτελεσματικός, κατάλληλος, εκλόγιμος, εκλέξιμος, σχετικός, επεισόδιο, οικειοποιούμαι, αποδοτικός, άξιος, περιστατικό, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο