Concéder στα ελληνικά
Μετάφραση: concéder, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affermie στα ελληνικά - ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη
- aligne στα ελληνικά - ευθυγραμμίζει, ευθυγραμμίζεται, να ευθυγραμμίζεται, ευθυγράμμιση του
- antitoxine στα ελληνικά - αντιτοξίνη, αντιτοξίνης, αντιτοξίνη ή, της αντιτοξίνης, αντιτοξίνη ως
- brut στα ελληνικά - χυδαίος, ακαθάριστος, αποκρουστικός, σκληρός, αγενής, ακατέργαστος, τραχύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Concéder στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: επιτρέπω, της], παρέχω, προσφέρω, συμφωνία, εισάγω, συγκατάθεση, αφήνω, φανέλα, επιχορηγώ, κατέχω, συσκέπτομαι, παραχωρώ, υποτροφία, αναγνωρίζω, χορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί