Λέξη: ασυδοσία

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία english

Συνώνυμα: ασυδοσία

ανοησία, ατιμωρησία

Μεταφράσεις: ασυδοσία

ασυδοσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impunity, immunity, unaccountability, promiscuity, irresponsibility

ασυδοσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmunidad, impunidad, la inmunidad, de inmunidad, inmunidad de, exención

ασυδοσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
straflosigkeit, sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität

ασυδοσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dispense, résistance, rusticité, sûreté, exemption, impunité, immunité, l'immunité, une immunité, de l'immunité

ασυδοσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità

ασυδοσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção

ασυδοσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling

ασυδοσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
увольнение, невосприимчивость, льгота, изъятие, привилегия, освобождение, безнаказанность, неприкосновенность, иммунитет, иммунитета, иммунитетом, устойчивость

ασυδοσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immunforsvar, immuniteten, immunforsvaret

ασυδοσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som

ασυδοσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastustuskyky, vapautus, immuunius, koskemattomuus, immuniteetti, koskemattomuuden, koskemattomuutta, immuniteetin

ασυδοσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over

ασυδοσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chráněnost, nedotknutelnost, beztrestnost, odolnost, bezpečnost, imunita, imunity, imunitu, odolnosti

ασυδοσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odporność, immunitet, zabezpieczenie, nietykalność, odporności, immunitetu, odporność na

ασυδοσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást

ασυδοσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı

ασυδοσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імунний, звільнений, недоторканний, імпульсивно, вільний, імунітет

ασυδοσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
imunitet, imuniteti, imunitetin, imunitetit, imuniteti i

ασυδοσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета

ασυδοσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імунітэт

ασυδοσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karistamatus, puutumatus, immuniteet, immuunsus, puutumatuse, immuunsuse, immuniteedi

ασυδοσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imunost, nekažnjenost, imunitet, nekažnjivost, imunosti, imuniteta, otpornosti

ασυδοσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin

ασυδοσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu

ασυδοσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imunitāte, imunitāti, imunitātes, neaizskaramība, neaizskaramību

ασυδοσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на

ασυδοσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imunitate, imunitatea, imunității, de imunitate, imunitatii

ασυδοσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete

ασυδοσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
imunita, imunity, imunitu
Τυχαίες λέξεις